Διαβάζοντας
για άλλη μια φορά τα νέα της ημέρας για 120η μέρα η Ελλάδα διαπραγματεύεται και
χρεοκοπεί. Καθυστέρησε την δόση της; Μπαμ χρεοκοπία τέλος. Επί Σαμαρά άκουγες
τα μίντια να περνάνε την γραμμή ότι η Ελλάδα διαπραγματεύεται σκληρά και για το
καλό της χώρας. Επί Τσίπρα τα ακούς να περνάνε την γραμμή ότι κάθε μέρα η
Ελλάδα διαπραγματεύεται για την χρεοκοπία και το κακό της χώρας. Ιδιωτική,
δημόσια τηλεόραση τι περίμενες; Ο ιδιώτης τα δικά του ή εξουσία τα δικά της. Η
γραμμή και των δύο κοινή. Τι ουτοπία να πλασάρουμε στον Έλληνα να μας ψηφίσει; Αμάσητο
ο Ελληνάρας θα ρίξει δαγκωτή την ψήφο του στην ουτοπία. Το πρόβλημα όμως δεν εντοπίζεται εκεί.
Πας χαζεύεις
για λίγο τις Ελληνικές ταινίες της κάθε εποχής. Στις ταινίες του 40 και του 50 έβλεπες
την εικόνα του πεινασμένου και κατατρεγμένου Έλληνα. Στα 60’ς όσο ανέβαινε η
οικονομία έβλεπες όλο και καλύτερες εικόνες στον κινηματογράφο. Φτώχεια η όχι
έβλεπες σε εκείνον τον Έλληνα μια προσωπική περηφάνια, αρχές και
ηθικές αξίες. Το χιούμορ ήτανε απλό, λιτό και πνευματώδες. Οι ηθοποιοί όλοι τους
ένας και ένας. Απίστευτο και απαράμιλλο το ταλέντο. Σε πραγματικά δύσκολες
εποχές.
Και φτάνεις
στα εμετικά 80ς. Εκεί που περίμενες ακόμα περισσότερα λόγω της γενικής
ευημερίας που υπήρχε, όλη η καλλιεργούμενη ηθική μηδενίστηκε. Ο ελληνικός
κινηματογράφος ψυχορραγούσε εξαιτίας της φτηνής βιντεοκασέτας. Όλες οι αξίες
που παρατηρούσες στους ηθοποιούς μηδενίστηκαν. Η κλασάτη εικόνα της Καρέζη
αντικαταστάθηκε από την πρόθυμη ανοιχτομπούτα του σχολείου. Το ευφυέστατο χιούμορ του
Χατζηχρήστου από την βλακεντίαση του Ψάλτη και του Γαρδέλλη. Η προθυμία και το
μεράκι που έβλεπες στις ταινίες των 60΄ς με την φτωχοδουλειά και το μεράκι να
φτιάξουμε σπίτι αντικαταστάθηκε από τα σχολιαρομεθύσια και την γενική βλακεία
που χαρακτήριζε τον Ψάλτη και τον Γαρδέλλη. Νοοτροπία χρόνων διαγράφηκε μέσα σε
μία δεκαετία φτήνιας. Αποτέλεσε μάλιστα βάση για τις επόμενες δεκαετίες.
Ναι εκεί θα
σταθώ. Στον Ψάλτη με τις ηλίθιες ατάκες του και στον Γαρδέλλη με το δήθεν
γοηλίκι που πουλούσε. Οι ταινίες φώναζαν ότι είσαι κορόιδο αν δεν έχεις κανέναν
πλούσιο γονέα από πίσω. Καμία φιλοδοξία, καμία ανάγκη για εργασία, οι
τηγανοβλακέντιοι της εποχής ήτανε δεδομένοι ως μελλοντικοί εισοδηματίες και
υπάλληλοι στο δημόσιο. Χωρίς καμιά ικανότητα. Εκεί που γελούσες στα 60΄ς με την
αδεξιότητα του Γκιωνάκη και του Βέγγου, αυτή η αδεξιότητα που σου έδειχναν για
να γελάς έγινε τρόπος ζωής στα 80’ς. Εκεί που περίμενες ότι με την ισότητα που
κατοχυρώθηκε στις γυναίκες το 75’ θα έβλεπες πιο δυναμικές γυναίκες, βλέπεις
τις γυναίκες από μόνες τους την όποια χάρη και κλάση που διέθεταν παλιά να την
μηδενίζουν από μόνες τους πουλώντας πουτανιά. Η γυναίκα δεν εκτιμούσε τον εργατικό
άντρα αλλά το πλούσιο βλήμα. Πρόθυμη η σχολιαρογυναίκα των 80’ς να ανοίξει τα
μπούτια της στον φραγκάτο βλάκα με το μηχανάκι.
Θα μου πεις
ότι οι ταινίες δεν αποτελούν τον κανόνα. Μα βλέπεις κατά γενική ομολογία τον
κανόνα να προσωποποιείται για χρόνια στην ελληνική πραγματικότητα. Αναξιοκρατία
σε όλο της το μεγαλείο. Οι πραγματικά άξιοι θα πνιγούν σε αυτό τον οχετό.
Συνήθως θα πάνε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για να βρουν την τύχη τους. Για
να δουλέψουν κάνοντας μερεμέτια εκεί. Οικοδομή θες, εργοστάσια, εστιατόρια πάνε
βρίσκουν όλες τις δουλειές που απαξιώνουμε να κάνουμε στην Ελλάδα. Εμείς γι’
αυτές τις απαξιωτικές δουλειές έχουμε τους μετανάστες άλλωστε. Δικαιώματα στην
παιδική εργασία απολαμβάνει μόνο το Ελληνάκι. Το παιδί του μετανάστη όμως θα
δουλέψει από τα 12 του. Εκείνο το παιδί κανείς δεν θα το εκτιμήσει για το
φιλότιμο και την εργατικότητα του. Ομοίως και για τη νεαρή σερβιτόρα. Αυτός
αλλοδαπός, αυτή τσουλάκι· τέτοια είναι η
εκτίμηση που αποδίδουμε σε αυτούς τους ανθρώπους. Την καφετεριακή ξυσταρχίδικη απασχόληση του Έλληνα;
Όλοι την εκτιμούν. Τους γκομενικούς προβληματισμούς της άλλης για τους
γκόμενους; Όλοι. Είναι αρετή άλλωστε να μην έχεις όρεξη να δουλέψεις και για
τις δημιουργικές σου ανησυχίες να δουλεύουν από πίσω άλλοι.
Αυτό είναι
το πρόβλημα μας. Κατά γενική ομολογία τις ευκαιρίες που μας δίνονται τις πετάμε
στον βρόντο. Ένα 6ράκι στο πτυχίο και είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτό. Οι
ευκαιρίες που μας δίνονται σε τέτοιους καιρούς είναι λίγες και μετρημένες στα δάχτυλα.
Τις πετάμε για να παριστάνουμε τον Γαρδέλλη και τον Ψάλτη σε μια γκόμενα που
παριστάνει την Καινούργιου. Χωρίς να προσφέρουμε τίποτα και πουθενά δίνουμε
αξία στον εαυτό μας ότι είμαστε κάποιοι. Ο κανόνας που προβάλλεται και σήμερα
αυτός είναι. Οι πραγματικά χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία δεν θα τους δεις και
δεν θα τους ακούσεις πουθενά. Η ικανοποίηση του κάθε καπρίτσιου ή της
φιλαρέσκειας μας έγινε το ευαγγέλιο ηθικολογίας στην καφετέρια. Σου προβάλλεται
καθημερινά και στην τηλεόραση. Η ανασφάλεια και η ισχυρογνωμοσύνη όλων έχει
φτάσει στα ύψη. Η βλακεία των 80’ς μετεξελίχθηκε σε κυνική βλακεία βουτηγμένη
στην ανασφάλεια.
Κάπου εκεί
κοντά βλέπεις τις γιαγιάδες, τους παππούδες και τους γονείς σου ακόμα. Άνθρωποι
που δεν είχανε ουδέποτε τις ευκαιρίες ή την μόρφωση σου. Κάνανε δύσκολες
δουλειές, δεν είχανε μία αλλά χτίσανε σπίτια. Δεν πήρανε στεγαστικό δάνειο. Το
χτίσανε τρώγοντας ψωμί και αλάτι. Με μπόλικη δουλειά και με μεράκι. Δεν
μεγάλωσαν με καμία άνεση αλλά όλοι αυτοί πίσω σου πάλευαν για το δικό σου
καλύτερο μέλλον. Σου δώσανε όλες τις ανέσεις που μπορούσαν να σου παρέχουν για
να γίνεις εσύ ακόμα καλύτερος άνθρωπος. Για να οικοδομήσεις ένα καλύτερο
μέλλον. Στα δικά τους τα χρόνια η Ελλάδα ήτανε σε τρισχειρότερη από την
σημερινή κατάσταση. Και όμως την οικοδόμησαν αυτοί οι άνθρωποι γιατί έμαθαν να
εκτιμούν αυτά που έχουν και προπάντων έμαθαν να είναι υπεύθυνοι από πολύ μικρή
ηλικία. Δεν είχανε φόβο.
Εμείς αυτό είμαστε.
Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι όταν ακούμε στάση πληρωμών αυτό που φοβόμαστε
περισσότερο είναι να μην έχουνε οι γονείς λεφτά να συντηρήσουν την ζωή της καφετεριακής
αυταρέσκειας μας. Μιας ζωής που όλοι παριστάνουμε τον σύμβουλο ζωής, τον ηθικό
αρχιγκόμενο της αγαμίας, την ηθική παρθένα, τους καλλιεργημένους. Αυτή είναι
λίγο πολύ η κατάσταση της Ελλάδας. Μιας χώρας που το παίζει ανεπτυγμένη,
ψάχνωντας κυρίως από το 80’ και μετά δανειστές, για να συντηρεί ένα επίπεδο που
δεν το παράγει με τις δικές της δυνάμεις. Σαν τον Γαρδέλλη και τον Ψάλτη. Αυτό
ακριβώς παριστάναν στις ταινίες τους. Τους ανεύθυνους μαλάκες που ζούσανε με
πλάτες άλλων και μεγάλωναν με τον σκοπό να γίνουν άχρηστοι. Το μόνο που κάνανε
ήτανε να είναι ανεύθυνοι. Κάθε μέρα παιδική χαρά, μηδέν δουλειά, δουλεύει ο
μπαμπάς. Αυτοί οι άχρηστοι γίνονται τα ευκολότερα θύματα στην ζωή. Όταν δεν
επιστρέφουν τα δανεικά και δανείζεσαι από μαφιόζο το πιο πιθανό είναι ή να φας
τέτοιο ξύλο για να μην μπορείς να σταθείς στα πόδια σου ή να επιστρέψεις
διπλάσια τα δανεικά. Και αν ο ένας είναι ο άχρηστος ή άλλη το πιο πιθανόν είναι
να ζήσει μια ζωή ντυμένη και ποτισμένη σαν γλάστρα. Θα έχει άποψη και θα τη
γράφουν όλοι στα αρχίδια τους. Δεν θα ξέρει ούτε να συντηρήσει σπίτι, θα την
αντιμετωπίζουν μια ζωή σαν τρύπα για γαμήσι. Αν είναι αρετή και φιλοδοξία αυτό
το πράμα για μια γυναίκα, το να τα παρατήσει όλα για να ζήσει σαν γλάστρα στα
λούσα τι να πω;
Μια ουτοπία
δεν φτιάχνεται με τέτοιες απαξιωτικές συμπεριφορές. Οικοδομείται με πολλη
εργασία και αυτοσεβασμό. Δεν είναι ντροπή να δουλέψεις μαζί με έναν Αλβανό.
Ντροπή είναι όταν από απόσταση κρίνεις τα πάντα. Μια ουτοπία δεν μπορείς να την διακρίνεις ποτέ
γιατί πάντα θα βλέπεις το τώρα. Μόνο αν δεις ότι έχτισες κάτι πολύ περισσότερο
από το παρελθόν σου θα καταλάβεις το τι έφτιαξες πραγματικά. Δεν φταίνε μόνο οι
κυβερνήσεις. Ψήφο εμπιστοσύνης άλλωστε για να κυβερνήσουν παίρνουν από εμάς.
Ότι δίνεις στην ζωή σου θα πάρεις. Εάν λοιπόν τα αντιμετωπίζεις αδιάφορα τα
πράγματα και περιμένεις να σου βρέχει από κάπου καρέκλες με λεφτά, το μόνο
πράγμα που θα σκέφτεσαι είναι γιατί δεν βρέχει από πουθενά λεφτά. Θα κατηγορήσεις
τον ίδιο τον Θεό που δεν σου τα προσφέρει. Αυτά τα μυαλά φτιάχνουμε δυστυχώς. Οι γονείς και οι παππούδες έχτιζαν ο καθένας
με τον τρόπο του για να προσφέρουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον. Εμείς
το μέλλον που ήθελαν οι δικοί μας να χτίσουν για μας δυστυχώς το πετάμε και
δεν φιλοδοξούμε να χτίσουμε ένα μέλλον για τα δικά μας παιδιά. Μεγαλώσαμε σαν
γενιά με την προϋπόθεση ότι θα αποκτούσαμε γνώση τέτοια για να διορθώσουμε τα
λάθη που πίστευαν ότι έκαναν οι παλιότεροι. Εντέλει αυτό που στο τέλος
καταφέραμε να οικοδομήσουμε σαν γενιά είναι μεγαλύτερη νοσταλγία για το παρελθόν
ζώντας αδιάφορα στο παρόν με την προσδοκία ότι θα μας δοθεί από κάπου να
χτίσουμε ένα μέλλον. Οι παλιοί ζούσανε το παρόν χτίζοντας, έστω και αν έπαιρναν
λάθος αποφάσεις. Συνέχιζαν να μαθαίνουν
χτίζοντας. Δεν είναι το θέμα αν θα χτίσεις με αριστερή η δεξιά κυβέρνηση ή αν
θα κηρύξεις πτώχευση. Το ζήτημα στις μέρες μας είναι αυτό. Αν φτάσουμε στο
μηδέν έχουμε όρεξη να ξαναχτίσουμε ή θα είμαστε οι πρώτοι που θα φύγουν; Έχεις την όρεξη να χτίσεις κάτι από την αρχή με
τις δυνάμεις σου ή θα περιμένεις μια ζωή να σου χτίζουν οι άλλοι; Δεν μπορούμε
προπάντων να ρίχνουμε ευθύνες μόνο σε πολιτικούς και σε μάνατζερ. Πρέπει να την
ρίξουμε και σε μας την ευθύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου